- φοινικοδάκτυλος
- φοινῑκο-δάκτῠλος, ον,A crimson-fingered, coined by Arist.Rh.1405b20, on the analogy of ῥοδοδ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικοδάκτυλος — φοινῑκοδάκτυλος , φοινικοδάκτυλος crimson fingered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικοδάκτυλος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ῥοδο δάκτυλος] … Dictionary of Greek